- προσεπαγγέλλομαι
- προσεπ-αγγέλλομαι, [voice] Med.,A promise besides, D.S.3.54, 19.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσεπαγγέλλομαι — Α [ἐπαγγέλλομαι] υπόσχομαι επί πλέον («προσεπαγγείλασθαι τὸ ἔθνος εὐεργετεῑν», Διόδ.) … Dictionary of Greek